- ουρεάση
- και ουρεάζη και ουριάση, η(βιοχ.) είδος ενζύμου το οποίο καταλύει την υδρόλυση τής ουρίας σε αμμωνία και διοξείδιο τού άνθρακα.[ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο σύνθ., πρβλ. γαλλ. urease < ure- (< uree < urine < λατ. urina «ούρο», βλ. λ. ουρώ) + κατάλ. -ase].
Dictionary of Greek. 2013.